Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ο λόγος

  • 1 söylem

    λόγος, λεκτικό, ρητορεία, προφορά

    Türkçe-Yunanca Sözlük > söylem

  • 2 söylev

    λόγος, αγόρευση, δημτίγορία

    Türkçe-Yunanca Sözlük > söylev

  • 3 söz

    λόγος, μιλιά, επαγγελία, έκφραση

    Türkçe-Yunanca Sözlük > söz

  • 4 parole

    λόγος

    Dictionnaire Français-Grec > parole

  • 5 речь

    -и, πλθ. речи
    θ.
    1. λόγος, ομιλία•

    органы -и τα όργανα του λόγου•

    развитие -и ανάπτυξη του λόγου (ομιλίας)•

    устная речь προφορικός λόγος•

    письменная речь γραπτός λόγος.

    2. προφορά, γλώσσα•

    изысканная, речь περίτεχνη γλώσσα•

    отчтливая речь καθαρή ομιλία ή προφορά.

    3. ύφος, στυλ•

    стихотворная речь ο ποιητικός λόγος.

    4. κουβέντα•

    речь идёт γίνεται λόγος•

    речь шла γίνονταν λόγος•

    об этом и -и нет γι αυτό καμιά κουβέντα, ούτε λόγος (δε γίνεται)•

    опять он завл речь о ней πάλι αυτός άρχισε την κουβέντα γι αυτήν.

    5. αγόρευση•

    речь прокурора η αγόρευση του εισαγγελέα•

    защитительная речь η αγόρευση της υπεράσπισης.

    Большой русско-греческий словарь > речь

  • 6 слово

    слово с 1) η λέξη, ο λόγος 2) (речь) о λόγος; приветственное \слово ο χαιρετιστήριος λόγος* предоставить \слово δίνω το λόγο" \слово имеет... θα μιλήσει...· дать \слово δίνω το λόγο μου, υπόσχομαι
    * * *
    с
    1) η λέξη, ο λόγος
    2) ( речь) ο λόγος

    приве́тственное сло́во — ο χαιρετιστήριος λόγος

    предоста́вить сло́во — δίνω το λόγο

    сло́во име́ет... — θα μιλήσει…

    дать сло́во — δίνω το λόγο μου, υπόσχομαι

    Русско-греческий словарь > слово

  • 7 речь

    речь
    ж
    1. (способность говорить) ὁ λόγος, ἡ μιλιά:
    органы речи τά ὀργανα του λόγου· дар речи ἡ εὐγλωττία, τό χάρισμα τοῦ λόγου· потерять дар речи χάνω τή λαλιά μου, βουβαίνομαν владеть речью ξέρω νά μιλώ, ἔχω τό λέγειν
    2. (язык) ἡ γλώσσα:
    изысканная \речь ἡ περίτεχνη γλώσσα· устная \речь ὁ προφορικός λόγος·
    3. (разговор, беседа) ὁ λόγος, ἡ ὁμιλία, ἡ κουβέντα:
    \речь идет о том, чтобы... λέμε ὀτι..., ἡ συζήτηση γίνεται γιά...· заводить \речь (о чем-л.) ἀνοίγω κουβέντα· об этом не может быть и речи ὁϋτε λόγος νά γίνεται·
    4. (выступление) ἡ ὀμιλία, ὁ λόγος, ἡ ἀγό-ρευση [-ις] / ἡ προσφώνηση [-ις] (в торжественных случаях).

    Русско-новогреческий словарь > речь

  • 8 нечего

    I нечего Ι (нечему, нечем, не о чем) τίποτα· мне \нечего сказать δεν έχω τι να πω· нечему удивляться δεν είναι τίποτε το παράξενο* мне нечем писать δεν έχω με τι να γράφω· тебе не о чем жалеть δεν αξίζει να στενοχωριέσαι II нечего II (незачем) ανώφελα, του κάκου" δεν υπάρχει λόγος να...' \нечего беспокоиться δεν υπάρχει λόγος για ανησυχία
    * * *
    I (нечему, нечем, не о чем)

    мне не́чего сказа́ть — δεν έχω τι να πω

    не́чему удивля́ться — δεν είναι τίποτε το παράξενο

    мне не́чем писа́ть — δεν έχω με τι να γράφω

    тебе́ не́ о чем жале́ть — δεν αξίζει να στενοχωριέσαι

    II
    ( незачем) ανώφελα, του κάκου; δεν υπάρχει λόγος να…

    не́чего беспоко́иться — δεν υπάρχει λόγος για ανησυχία

    Русско-греческий словарь > нечего

  • 9 речь

    речь ж (выступление, разговор) о λόγος, η ομιλία* приветственная \речь η προσφώνηση; выступить с \речью, произнести \речь εκφωνώ (или βγάζω) λόγο; \речь идёт о... πρόκειται για..., γίνεται λόγος για..
    * * *
    ж
    (выступление, разговор) ο λόγος, η ομιλία

    приве́тственная речь — η προσφώνηση

    вы́ступить с речью, произнести́ речь — εκφωνώ ( или βγάζω) λόγο

    речь идёт о... — πρόκειται για..., γίνεται λόγος για...

    Русско-греческий словарь > речь

  • 10 Word

    subs.
    P. and V. λόγος, ὁ, ῥῆμα, τό, ἔπος, τό (rare P.), μῦθος, ὁ (rare P.).
    Speech: P. and V. λόγος, ὁ, ῥῆμα, τό, ῥῆσις, ἡ; see Utterance.
    In grammar: Ar. and P. ὄνομα, τό.
    As opposed to, deed: P. and V. λόγος, ὁ, ἔπος, τό.
    Message, tidings: Ar. and P. ἀγγελία, ἡ, P. and V. ἄγγελμα, τό; see Tidings.
    Intelligence: P. and V. πύστις, ἡ (Thuc. but rare P.), V. πευθώ, ἡ.
    Rumour: P. and V. φήμη, ἡ, λόγος, ὁ, V. βᾶξις, ἡ, κληδών, ἡ, κλέος, τό, Ar. and V. μῦθος, ὁ, φτις, ἡ.
    Word of command: P. παράγγελσις, ἡ, τὰ παραγγελλόμενα. P.
    round the word of command, v: P. and V. παραγγέλλειν.
    Faith, promise: P. and V. πίστις, ἡ, πιστόν, τό, or pl.; see Pledge.
    Gave one's word: P. and V. πίστιν διδόναι; see Promise.
    Keep ( one's word), abide by: P. and V. ἐμμένειν (dat.).
    Send word, v.: P. and V. ἀγγέλλειν; see Announce.
    Send round word, P. περιαγγέλλειν.
    He has remained already fifteen months without sending word: V. ἤδη δέκα μῆνας πρὸς ἄλλοις πεντʼ ἀκήρυκτος μένει (Soph., Trach. 44).
    In a word: see adv., P. and V. ἁπλῶς, P. ὅλως.
    To sum up: P. συνελόντι, ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰπεῖν.
    Briefly: P. and V. συντόμως, συλλήβδην, ἐν βραχεῖ.
    In word, as opposed to in deed: P. and V. λόγῳ. V. λόγοις (Eur., El. 47), τοῖς ὀνόμασιν (Eur., I. A. 1115), τοῖς λόγοις (Eur., Or. 287).
    As an excuse: P. and V. πρόφασιν.
    In so mang words: P. and V. ἁπλῶς.
    Expressly: P. διαρρήδην, P. and V. ἄντικρυς.
    Not writing it in so many words, but wishing to make this plain: P. οὐ τούτοις τοῖς ῥήμασι γράψας ταῦτα δὲ βουλόμενος δεικνύναι (Dem. 239).
    By word of mouth: P. ἀπὸ στόματος, P. and V. πὸ γλώσσης.
    By hearsay: P. ἀκοῇ.
    Word for word: Ar. κατʼ ἔπος.
    Exactly: P. and V. ἀκριβῶς.
    Do you answer word for word: V. ἔπος δʼ ἀμείβου πρὸς ἔπος (Æsch., Eum 586).
    Not to utter a word: P. οὐδὲ φθέγγεσθαι, Ar. and P. οὐδὲ γρύζειν.
    No one dared to utter a word: P. ἐτόλμησεν οὐδεὶς... ῥῆξαι φωνήν (Dem. 126).
    I thought I had suffered justly for having dared to utter a word: P. ἡγούμην δίκαια πεπονθέναι ὅτι ἔργυξα (Plat., Euthy. 301A).
    Not a word: Ar. and P. οὐδὲ γρῦ.
    Not a word about: P. οὐδὲ μικρὸν ὑπέρ (gen.) (Dem. 352), οὐδὲ γρῦ περί (gen.) (Dem. 353).
    ——————
    v. trans.
    Use P. and V. λέγειν.
    Vaguely worded: V. δυσκρτως εἰρημένος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Word

  • 11 слово

    слов||о
    с
    1. в разн. знач. ἡ λέξη [-ις], ὁ λόγος:
    ласковые \словоа τά χαϊδευτικά λόγια, τά γλυκόλογα· оскорбительные \словоа οἱ ὑβριστικοί λογοι· э́то пустые \словоа, одни \словоа (εἶναι) κούφια λόγια, (εἶναι) μόνο λογια· дар \словоа τό χάρισμα τής εὐγλωττίας· свобода \словоа ἡ ἐλευθερία τοῦ λογού· игра слов τό λογοπαίγνιο· давать честное \слово δίνω λογον τιμής· сдержать \слово κρατώ (τηρῶ) τόν λόγο μου, τήν ὑπό-σχεσή μου· поверить на \слово πιστεύω στά λογια· перейти от слов к делу περνώ ἀπό τά λογια στήν πράξη· бросить \словоа на ветер ρίχνω λόγια στον ἀέρα· мие ну́жно сказать вам два \словоа ἔχω νά σᾶς πῶ δυό λογια· он ему́ не сказал и и \словоа δέν τοῦ είπε λέξη· он не проронил ни \словоа δέν ἔβγαλε κουβέντα· повторить \слово в \слово ἐπαναλαμβάνω λέξη προς λέξη, ἐπαναλαμβάνω ἐπί λέξει· переводить \слово в \слово μεταφράζω κατά λέξιν передать на \словоа́х μεταδίδω προφορικά· он за \словоом в карман не полезет разг ἐχει ἐτοιμη τήν ἀπάντηση· одни́м \словоом μέ δυό λόγια· \слово за \слово разг ἀπό λόγο σέ λόγο· другими \словоами μέ αλλα λόγια· со слов, по \словоа́м κατα ?α λεγόμενα· не нахожу слов... δε βρισκω λόγια...· слов нет разг χωρίς συζήτηση· понимать друг друга без слов συνεννοούμαστε χωρίς πολλές κουβέντες· к \словоУ (сказать) разг ἐπάνω σ' αὐτό, σχετικά μ' αὐτο· по последнему \словоу (науки, техники) μέ τήν τελευταία λέξη·
    2. (речь, выступление) ὁ λόγος, ἡ δημη-γορία, ἡ ἀγόρευση [-ις]; приветственное \слово χίΗ'^τι?ΤΓ'ίΡιος λόγος· заключительное \слово *· ЯН1 ια τοδ κλεισίματος· предоставлять (брать).. δίνω (λαμβάνω или παίρνω) τον λόγο· просить \словоа ζητώ νά μιλήσω, ζητβ τόν λόγο· лишать \словоа ἀφαιρώ τόν λόγο· выступить с кратким \словоом ἐκφωνδ σύντομο λόγο· ◊ \слово не воробей, вылетит не поймаешь погов. σοῦ ξέφυγε ἡ κοοβεντα πίσω δέν ΎΟρίζει.

    Русско-новогреческий словарь > слово

  • 12 незачем

    επίρ.
    δεν υπάρχει λόγος ή ανάγκη, δε χρειάζεται•

    незачем об этом говорить δεν υπάρχει λόγος να μιλά γι αυτό•

    незачем ходить туда δεν υπάρχει λόγος να πηγαίνω εκεί.

    Большой русско-греческий словарь > незачем

  • 13 причина

    θ.
    αιτία αίτιο λόγος• το γιατί•

    простуда была -ой его болезни το κρυολόγημα ήταν αιτία της αρρώστειας του•

    причина войны αιτία πολέμου•

    расследовать -у пожара ερευνώ την αιτία της τίυρκαγιάς•

    смеяться без -ы γελώ χωρίς να υπάρχει λόγος•

    причина всех -ин η αρχική αιτία, γενεσιουργή αιτία, το αρχικό αίτιο•

    по какой -е вы это сделали για ποιο λόγο το κάνατε αυτό•

    по той -е, что... για το λόγο ότι•

    скажи мне по какой -е πες μου το γιατί•

    неосновательная причина αβάσιμη αιτία•

    по той или иной -е για τον άλφα ή βήτα λόγο•

    уважительная причина σοβαρός λόγος•

    без -ы αναίτια•

    по -е παλ. ένεκα τούτου.

    Большой русско-греческий словарь > причина

  • 14 резон

    α.
    λόγος, αιτία•

    нет никакого -а так сделать δεν υπάρχει κανένας, λόγος να γίνει έτσι•

    нет -а говорить так δεν υπάρχει, λόγος να μιλάς έτσι.

    || πλθ
    επιχειρήματα, συλλογισμοί.

    Большой русско-греческий словарь > резон

  • 15 Account

    subs.
    Narrative: P. and V. λόγος, ὁ, μῦθος, ὁ.
    Give an account of one's career: P. τοῦ βίου λόγον διδόναι.
    Report, description: P. ἀπαγγελία, ἡ.
    Value, consideration: P. and V. λόγος, ὁ.
    Make no account of: P. περὶ οὐδενὸς ποιεῖσθαι (acc.), V. οὐδαμοῦ τιθέναι (acc.).
    Of no account: V. ἀναρίθμητος, παρʼ οὐδέν.
    Be of no account: V. oὐδαμοῦ εἶναι.
    Turn to account: P. and V. χρῆσθαι (dat.).
    On account of: P. and V. δι (acc.), ἕνεκα (gen.), χριν (gen.) (Plat.), Ar. and V. οὕνεκα (gen.), ἕκατι (gen.), V. εἴνεκα (gen.).
    Reckoning: P. and V. λόγος, ὁ, Ar. and P. λογισμός, ὁ.
    Cast accounts: P. τιθέναι ψήφους (Dem. 304).
    I haven't mentioned even a fraction of the sins standing to their account: P. οὐδὲ πολλοστὸν μέρος εἵρηκα τῶν τούτοις ὑπαρχόντων κακῶν (Lys. 144).
    Examination of accounts: Ar. and P. εὔθυνα, ἡ, or pl.
    Demand one's accounts: P. λόγον ἀπαιτεῖν.
    Render account: P. εὔθυναν διδόναι, λόγον ἀποφέρειν.
    Put down to one's account, v.: P. καταλογίζεσθαι (τί, τινι), P. and V. ναφέρειν (τι, εἴς τινα); see Impute.
    Take into account: P. ὑπολογίζεσθαι.
    ——————
    v. trans.
    Understand: P. and V. συνιέναι; see Understand.
    Account for: P. λόγον διδόναι (gen.).
    Be cause of: P. and V. αἴτιος εἶναι (gen.).
    Be satisfactorily accounted for ( of money): P. δικαίως ἀποφαίνεσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Account

  • 16 Saying

    subs.
    P. and V. λόγος, ὁ, παροιμία, ἡ, φήμη, ἡ, V. αἶνος, ὁ.
    Sayings, maxims: P. and V. γνῶμαι, αἱ.
    As the saying is: P. τὸ λεγόμενον, ὡς ἔπος εἰπεῖν, V. ὡς εἰπεῖν ἔπος, ὡς λόγος (Eur., Phoen. 396).
    Rumour: P. and V. φήμη, ἡ, λόγος, ὁ, V. βάξις, ἡ, κληδών, ἡ, κλέος, τό, Ar. and V. φτις, ἡ, μῦθος, ὁ.
    Word: see Word.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Saying

  • 17 речь

    1. (способность говорить, выражать словами мысль) о λόγος, η ομιλία 2. (язык как средство общения) η γλώσσα 3. (стиль языка, слог) о λόγ/ος, ο ύφος, η γλώσσα 4. (разговор, слова, беседа) η ομιλία, η συζήτηση, η κουβέντα 5. (публичное словесное выступление) η αγόρευση, η ομιλία, ο λόγος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > речь

  • 18 вступительный

    вступительный 1) εισαγωγικός, εισιτήριος \вступительныйые экзамены οι εισαγωγικές εξετάσεις 2): \вступительныйое слово о εναρκτήριος λόγος
    * * *
    1) εισαγωγικός, εισιτήριος

    вступи́тельные экза́мены — οι εισαγωγικές εξετάσεις

    2)

    вступи́тельное сло́во — ο εναρκτήριος λόγος

    Русско-греческий словарь > вступительный

  • 19 выступление

    выступление с о λόγος, η ομιλία η εμφάνιση (στη σκηνή) (об актёре)
    * * *
    с
    ο λόγος, η ομιλία; η εμφάνιση (στη σκηνή) ( об актёре)

    Русско-греческий словарь > выступление

  • 20 заключительный

    заключительный τελικός \заключительный концерт το τελευταίο κοντσέρτο \заключительныйое слово о απολυτήριος λόγος
    * * *

    заключи́тельный конце́рт — το τελευταίο κοντσέρτο

    заключи́тельное сло́во — ο απολυτήριος λόγος

    Русско-греческий словарь > заключительный

См. также в других словарях:

  • Λόγος προφορικός —         (греч.) (logos propliorikos) слово произносимое. Речь изустная, звучащая (стоики). У Филона Александрийского логос, исходящий из бога; также Λόγος προφατικός (logos prophatikos). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская… …   Философская энциклопедия

  • Λόγος —         (logos) (греч.) см. Логос. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • Λόγος ενδιάθετος —         (logos endiathetos) (греч.) слово внутреннее. Внутренняя речь (стоики). Логос, существующий в боге (Филон Александрийский). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С …   Философская энциклопедия

  • λόγος — computation masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • -λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… …   Dictionary of Greek

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • λόγος — ο 1. ομιλία: Έναρθρος λόγος. 2. κουβέντα: Πρέπει να πούμε δυο λόγια. 3. αγόρευση, περιγραφή, κήρυγμα: Πολιτικός λόγος. 4. συμβουλή, σύσταση: Δεν άκουσες τα λόγια μου. 5. βεβαίωση, υπόσχεση, εγγύηση: Δώσε μου το λόγο σου ότι θα έρθεις. 6. σκοπός,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λόγος — Логос (греч. λόγος) термин философии, означающий «слово» (или «предложение», «высказывание», «речь») в переводе с греческого языка и «мысль» (или «намерение») в переводе с древнегреческого, а также причина, повод. Логос образ огня. Сравнивается с …   Википедия

  • Λόγος εἰκὼν διανοίας. — См. Знать человека по речам …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Λόγος ἐστὶ παλαιός… — См. Наслажденье изменяет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»